......................................................................... του λογοτεχνικού περιοδικού ΥΦΟΣ *

Η Φωτό Μου
Ξεφυλλίζοντας... με τον Πάνο Αϊβαλή



"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.

ΥΦΟΣ

ΥΦΟΣ
.................................................................Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΥΦΟΣ πατήστε πάνω στο εικονίδιο

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

«Έφυγε» η ποιήτρια και μεταφράστρια Λίνα Κάσδαγλη





Σε ηλικία 88 ετών έφυγε από τη ζωή χθες η ποιήτρια-μεταφράστρια Λίνα Κάσδαγλη.
Η Λίνα Κάσδαγλη γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1921 από γονείς εκπαιδευτικούς.

Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Γαλλικό Ινστιτούτο, ενώ έμαθε και την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο διδασκαλίας. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μετάφραση και με την επιμέλεια βιβλίων.

Με τη λογοτεχνία πρωτοασχολήθηκε στο πλαίσιο της "Διάπλασης των Παίδων" (με το ψευδώνυμο "Ροζελάντια"), στις δραστηριότητες της οποίας συμμετείχε από νωρίς.

Το 1943 πρωτοεμφανίζεται με τη δημοσίευση ενός ποιήματος του Ch. Peguy στη "Νέα Εστία", όπου δημοσίευσε ένα χρόνο αργότερα και πρωτότυπους στίχους της. Το 1952 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της, με τίτλο "Ηλιοτρόπια".

Εκτός από τη "Νέα Εστία", συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Παλμός", "Ο Στάχυς" και "Εποχές", Τα "Νέα Ελληνικά. Έργα" της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα βουλγαρικά.

Ήταν επί πολλά χρόνια υπεύθυνη του περιοδικού του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών ("Η Οδηγός"), όπου υπέγραφε την πολύ επιτυχημένη στήλη επικοινωνίας με τις νεαρές αναγνώστριες με την υπογραφή "Θεία Νεραντζούλα".

Έλαβε επίσης μέρος σε επιτροπές για τη σύνταξη σχολικών βιβλίων (υπουργείο Παιδείας, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).

Η Λίνα Κάσδαγλη, εκδήλωσε την αντίθεσή της στη χούντα υπογράφοντας το κείμενο διαμαρτυρίας δεκαοκτώ συγγραφέων, τον Απρίλιο του 1969, μαζί με τους Μιχαέλα Αβέρωφ, Αλέξανδρο Αργυρίου, Θανάση Βαλτινό, Γιώργο Γεραλή, Ιάσονα Δεπούντη, Λιλή Ιακωβίδη, Παντελή Καλιότσο, Νίκο Κάσδαγλη, Φώντα Κονδύλη, Αλάξανδρο Κοτζιά, Μένη Κουμανταρέα, Κωστούλα Μητροπούλου, Ρόδη Ρούφο, Κώστα Ταχτσή, Καίη Τσιτσέλη και Θ.Δ. Φραγκόπουλο, καθώς και με τη συμμετοχή της στη συλλογική έκδοση "Δεκαοκτώ κείμενα" (1970) που επακολούθησε.

Πρόκειται για το πρώτο αντιστασιακό βιβλίο, που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1970. Κείμενά του μεταφράστηκαν αμέσως σε άλλες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν στον ξένο Τύπο, ενώ κυκλοφόρησε αγγλική έκδοση ολόκληρου του τόμου δύο χρόνια αργότερα.

Η Λίνα Κάσδαγλη, ήταν παντρεμένη με τον συγγραφέα Εμμ. Χ. Κάσδαγλη με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά.

Η κηδεία της θα γίνει την Πέμπτη 20 Αυγούστου, στις 3 μ.μ., από το Β' Νεκροταφείο Αθηνών.


(Πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Ο Λευτέρης Πούλιος είναι μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική και άκρως ενδιαφέρουσα ποιητική παρουσία της Γενιάς του 1970.


Στο μετρό
ονειροπολώ
κι ανασαίνω βαριά
απ’ το κάπνισμα.

Για μια στιγμή ζαλίζομαι
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα.
Θλίβομαι νιώθοντας
την ανέλπιδη τέχνη
του ποιητή.

Πόσο απλός ο κόσμος,
αυτό το μεγάλο τίποτα,
και πόσο δυστυχία
και βάσανα
σε ραγισμένες καρδιές
και ψυχές πεθαμένες.

Από το www.poticanet.com


Απόμακρος από την ποιητική τύρβη

Λευτέρης Πούλιος
"Η Κρυφή Συλλογή"
εικόνες: Χρόνης Μπότσογλου
εκδόσεις Κέδρος,
σ. 89, 9,50 ευρώ

Ο Λευτέρης Πούλιος είναι μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική και άκρως ενδιαφέρουσα ποιητική παρουσία της Γενιάς του 1970. Της Γενιάς της αμφισβήτησης, όπως την έχουν ιστορικά αποκαλέσει. Από τη στιγμή της εμφάνισής του στα λογοτεχνικά γράμματα το 1969 -αρχές της δικτατορίας της 21ης Απριλίου- με τη συλλογή του «Ποίηση 1» έως την τελευταία του, με τίτλο «Η Κρυφή Συλλογή» από τις εκδόσεις Κέδρος, δεν παύει να μας εκπλήσσει, να μας εντυπωσιάζει, να μας χαροποιεί, παρά το βαθύ αίσθημα ναυτίας που προκαλούν η ανάγνωση του ποιητικού του έργου, ο φοβικός και διακριτικά λυγμικός λόγος του, η εριστική και νηπτική γραφή του. Ο ίδιος δεν υπήρξε καριερίστας ποιητής, κρατήθηκε μακριά, αλλά όχι απόμακρα από την ποιητική τύρβη. Εχει εκδώσει μέχρι σήμερα δώδεκα ποιητικές συλλογές που δεν πέρασαν απαρατήρητες, τόσο από το μικρό αναγνωστικό ποιητικό κοινό όσο και από τους κριτικούς. Μας υποβάλλει η διαπλαστική λεκτικοποίηση του ενοραματικού κόσμου που με ενάργεια αποτυπώνει. Μας έλκει η ισόθερμη εφιαλτική ατμόσφαιρα των ποιητικών του συνθέσεων.
Μας πλημμυρίζουν ελπιδοφόρα αίσθηση οι αγαπητικοί δίαυλοι κοινωνικής αισιοδοξίας, όποτε τους συναντάμε στο έργο του. Η φωνή του, συνήθως πένθιμη, αν και θρυμματισμένη, είναι αδρή, ρωμαλέα, εξαντλητική όσον αφορά την κοινωνική παθογένεια και τις επιμέρους στα άτομα ξεχωριστά επιδράσεις της. Το ύφος, πάντα μάλλον στρατευμένο προς την καθολική άρνηση, εκρηκτικό και σπινθηροβόλο, απελπισμένο αλλά και ευσπλαχνικό, σηματοδοτεί μια πορεία σταθερής αυθεντικότητας. Συνταράσσει η άσπιλη γοητεία του υπαρξιακού του σπαραγμού.
Η φωτοσκιασμένη θεουργική του γλώσσα που εικονογραφεί με καθαρότητα την ταραγμένη ιδιοσυγκρασία του. Θέλγει η λειτουργικά προσοδοφόρα δημουργική του δυσαρμονία που ανακαλύπτουμε στο ποιητικό νόημα των στίχων του. Προκαλούν οι βιωματικοί, λεκτικοί του κώδικες που υιοθετεί για να αποδώσει το ψυχικό του αδιέξοδο. Η ερεθιστική, αν και σκόρπια πολυμορφία των εικονοποιητικών του προτάσεων (παραπέμπουν άμεσα στην αμερικανική γενιά των Μπιτ). Ξαφνιάζει, αλλά δεν ξενίζει η αναμενόμενη ένθεση ποιητικών «ρήσεων» για το τετελεσμένο και απερίγραπτα αναπότρεπτο της ανθρώπινης μοίρας.
Ο Πούλιος εκφράζει μια ποιητική ακοσμία, η οποία προέρχεται από την ανθρωπολογική που τον περιστοιχίζει και του προκαλεί ένα αβάσταχτο αίσθημα ασφυξίας και αφόρητης μοναξιάς. Μια ακοσμία που το ειδικό βάρος των λέξεων και οι νοηματικές μεταφορές που την ιχνηλατούν δεν την κατηγοριοποιούν κοινωνικά. Δεν την ταξινομούν ιδιελογικά. Δεν την προβάλλουν αισθητικά. Αλλά κραυγάζουν σπαρακτικά με τον στεγνό λυρισμό τους, την αδιόρατη μουσικότητά τους το τέλος της Κοσμικής συμμετρίας. Τον σταδιακό απανθρωπισμό ενός καταρρέοντος Πολιτισμού. Το αγωνιώδες ψυχομαχητό ενός Κόσμου που ξέμαθε ή δεν γνωρίζει πλέον πώς να πεθάνει. Την οριστική, μάλλον, ασυμβατότητα συνύπαρξης μεταξύ του ανθρώπινου όντος και του περιβάλλοντος. Που εδώ και αρκετές δεκαετίες αργά και ανοδικά έχει αρχίσει η συνύπαρξη αυτή να κακοφορμίζει. Αφού χάθηκε αυτή η πρωταρχική συναλληλία.

Τα τραχύ ποιητικό έργο του Πούλιου έχει μια εσωτερική σπονδυλωτή οργανική συνέχεια που πυκνώνεται γύρω από έναν θρησκευτικό μηδενισμό. Αυτή την ανθρωπολογική παθογένεια μνημειώνει και στη νέα του ποιητική συλλογή. Ενός Κόσμου που είναι «αυθάδης» είναι «ανέκφραστος», είναι «διαλυμένος», είτε σποραδικά «καλός» είτε, τέλος, «παρωχημένος» και «κουρασμένος», ιχνογραφείται με τραγικό τρόπο για να εκθεωθεί σε μια ιερή πραγματικότητα του μηδενός. Μια γυμνή πραγματικότητα απομυθοποιημένη και εφιαλτική χωρίς σωστικά ψεύδη. Χωρίς τα κατά συνθήκη ψεύδη της που της αξονοποιούσαν τους στόχους της, την παράδοσή της, τον κοινωνικό της λειτουργισμό. Αποτροπιαστική, άμορφη, άγρια αποκρουστική, είναι η όψη της, όπως η σκοτεινή όραση του μυαλού του την αντιλαμβάνεται. Μια προβληματική για τον κόσμο συνειδητή, ειλικρινής, άμεση. Που οδηγεί προς μια αφηγηματική ροπή υπαρξιακών αποχρώσεων προς την απόγνωση. Που αποφέρει λεκτικά ποιητικά παραθέματα συνήθως, παρά μια ενιαία συμπαγή θεματογραφική εικονογραφία, αν τον μελετάω σωστά.

«Η κρυφή Συλλογή», με τα τριάντα ένα (να είναι άραγε τυχαίος ο αριθμός τους;) μικρά ποιητικά της κομψοτεχνήματα, που συμπληρώνεται το ειδικό τους βάρος από τη σκοτεινή και μουντή εικονογράφηση από τον Χρόνη Μπότσογλου - ανακαλεί έντονα στη μνήμη το έργο του Φράνσις Μπέικον- είναι το τελευταίο Crescendo της ποιητικής του αυτοπαρουσίασης. Εντονα «επισημασμένη» από τις κυματώδεις τρικυμίες του μυαλού τού ποιητικού υποκειμένου.

Εκφραστικά αρμονική, χωρίς εξανθηματικές λεκτικές κορόνες λύτρωσης, χωρίς νοηματικούς αποπροσανατολισμούς από τον κυρίαρχο στόχο του, δίχως ρομαντικές βινιέτες εξιλέωσης του ποιητικού συναισθήματος. Με ευανάγνωστους υπαρξιακούς τόνους και επιτονισμούς. Καθώς «Αιχμηρές σκέψεις τρυπούν το μυαλό μου. / Στην ανυπαρξία και στη λήθη φεύγει η ζωή και χάνεται καθώς ρέει αιώνια». Η αφυπνιστική αφήγηση γίνεται συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, όπως αρμόζει σε κάθε προσωπική εξομολογητική φωνή, στα μικρής φόρμας ποιήματα της συλλογής. Και υαλογραφεί πρωτίστως τη φθορά και την παγίδευση του εσωτερικού του κόσμου. Καθώς «κάνοντας έρωτα στον εαυτό του/ ρουφήχτηκε απ' το μυαλό του/ και τώρα τρελός/ ψάχνει για μια διέξοδο». Αλλά και οι άλλοι γύρω του, άνθρωποι ποταποί, μικρόψυχοι, χαοτικοί, ναυαγισμένες μεταφυσικά υπάρξεις, από όλο το οικονομικό φάσμα της κοινωνίας, «επισκευάζονται καθημερινά στα συνεργεία της αθλιότητας».

Η φωνή του Λευτέρη Πούλιου μού φέρνει στο νου τη ρήση του Ελύτη: «Αν είναι να πεθάνεις πέθανε, αλλά κοίταξε να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Αδη». Ο ποιητής, δέσμιος των αδιεξόδων του, που στην πραγματικότητα είναι οντολογικά αδιέξοδα κάθε ευαίσθητου και συνειδητού ανθρώπου, βυθίζεται στον γνόφο του μυαλού του, αγωνιζόμενος με το μεθυστικό πανηγύρι των ποιητικών λέξεων να ψαύσει τη δική του αλήθεια, να βρει τους τρόπους που θα λυτρωθεί από το βάρος της φθοράς των πάντων γύρω του. Θρηνώντας για τη μυστηριακή, αλλά βεβηλωμένη ομορφιά της ζωής.

Μόνος και έρημος, τσακισμένος από τις ενοχικές επιθυμίες του Κόσμου, που αντανακλώνται καταλυτικά στις ανεξερεύνητες σπηλιές του μυαλού του, σκυφτός και δεητικός μέσα στον ιερό χώρο της προσωπικής του Πάτμου, στέκει συντροφιά με τους αμαρτωλούς αγίους του, να αναμένει το κάλεσμα της «Μαύρης Αράχνης στο υπερπέραν», όπως όλοι μας.

* Από τον Γιώργο Μπαλούρδο - εφημ. "Ε" Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009